- σκευότριψ
- σκευότριψ, ῐβος, ὁ, ἡ, ([etym.] τρίβω)A one who breaks vessels, Hdn.Gr.1.246.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκευότριψ — ιβος, ὁ, ἡ, Α αυτός που συντρίβει σκεύη. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκεύος + τριψ (< τρίβω), πρβλ. αχυρό τριψ] … Dictionary of Greek